- πυρσώ
- -όω, Μ [πυρσός (Ι)]1. πυρσεύω2. παθ. πυρσοῡμαι, -όομαιεμπνέομαι, φωτίζομαι («ἀνθρώπῳ θείῳ αὐγαῑς πνεύματος πυρσουμένῳ», Κ. Μανασσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρσῶ — πυρρός flame coloured masc/neut gen sg (doric aeolic) πυρσός flame coloured masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρσῷ — πυρρός flame coloured masc/neut dat sg (doric) πυρσός flame coloured masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρσῶι — πυρσῷ , πυρρός flame coloured masc/neut dat sg (doric) πυρσῷ , πυρσός flame coloured masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επινωτίζω — ἐπινωτίζω (Α) [νωτίζω] 1. ρίχνω πάνω στα νώτα, στις πλάτες («πυρσῷ δ’ ἀμφεκαλύφθη ξανθὸν κρᾱτ’ ἐπινωτίσας δεινῷ χάσματι θηρός», Ευρ.) 2. επιτίθεμαι από τα νώτα 3. μέσ. ἐπινωτίζομαι παίρνω κάποιον στις πλάτες μου … Dictionary of Greek